μονοκούκι

μονοκούκι
επίρρ.
1. με μια ψήφο.
2. φρ., «Ψηφίσαμε μονοκούκι», όταν όλοι ψήφισαν αποκλειστικά ένα συνδυασμό ή υποψήφιο και τον εκλέξανε με παμψηφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”